θεοσκόρπιστος

θεοσκόρπιστος
θεοσκόρπιστος, -ον (Μ)
(για το ιουδαϊκό έθνος) ο διασκορπισμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + σκορπίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”